ακαπνία

ακαπνία
η Ιατρ.
ουσιαστικά, η ελάττωση (υποκαπνία) τού διοξειδίου τού άνθρακα στο αίμα λόγω υπερβολικού αερισμού τών κυψελίδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < acapnia, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < επίθ. άκαπνος < α- στερητ. + καπνός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • άκαπνος — η, ο (Α ἄκαπνος, ον) αυτός που δεν βγάζει καπνό «άκαπνο σπίτι», «άκαπνον πυρ» νεοελλ. 1. αυτός που έχει μείνει χωρίς τσιγάρα 2. αυτός που δεν καπνίζει 3. όποιος δεν έχει ζήσει τους καπνούς τής μάχης, ο απόλεμος αρχ. 1. αυτός που δεν είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”