- ακαπνία
- η Ιατρ.ουσιαστικά, η ελάττωση (υποκαπνία) τού διοξειδίου τού άνθρακα στο αίμα λόγω υπερβολικού αερισμού τών κυψελίδων.[ΕΤΥΜΟΛ. < acapnia, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < επίθ. άκαπνος < α- στερητ. + καπνός].
Dictionary of Greek. 2013.